Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

aylogyros news: «Κρυφές ανάσες»… στο γραφείο του Παύλου

aylogyros news: «Κρυφές ανάσες»… στο γραφείο του Παύλου: Αλήθεια, πόση δύναμη χρειάζεται ένας άνθρωπος για να γράψει...

Ο συγγραφέας-δημοσιογράφος Παύλος Ανδριάς παρουσιάζει με έναν εξαιρετικό τρόπο τις Κρυφές Ανάσες!!

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016


Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου μου Κρυφές Ανάσες υπό την σκέπη της μουσικής του Νάσου Κονίτσας.
Συντελεστές Χρήστος Αναστασόπουλος -Συγγραφέας. Φιλιώ Μπαφαλούκου-Αναγνώστρια. Γιώτα Παπαδιμακοπουλου - Συγγραφέας . Μάριος Καρακατσάνης -Συγγραφέας. Έπαιξε η ηθοποιός Ανδριάνα Ρωμανού.

Μουσικοί: Νάσος Κονίτσας- Γιώργος Κοκκινέλης.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΜΗΤΣΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΜΠΡΙΤΖΙΤ του Τάκη Θηβαίου.

Ο ΜΗΤΣΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΜΠΡΙΤΖΙΤ

Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Θα ‘ναι πάνω από 25. Όταν ερχόντουσαν αυτές οι μέρες με έπιανε - και με πιάνει ακόμα - μια τρέλα να βγάλω ανένοχα  το παιδί που δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου.

Όπως τότε πιτσιρικάδες που μαζεύαμε ξύλα  να ανάψουμε φωτιά εδώ στην κατωχωριά. Παίζαμε πετροπόλεμο δίνοντας ομηρικές μάχες με την πανωχωριά ποιος θα βουτήξει τα ξύλα του αλλουνού να βάλει φωτιά στην δική του γειτονιά. Είχανε ανοίξει πολλά κεφάλια και είχαμε σπάσει ακόμα πιο πολλά τζαμιά στα σπίτια για αυτό το......"έθιμο"

Εμένα όμως με ένοιαζε μονάχα να έχω ένα πιστόλι με καψούλια αλλά το κυριότερο να μάθω να φτιάχνω θιαμπουλα (χαρταετό). Ένοιωθα απίστευτη χαρά με αυτό και όταν σιγά σιγά έμαθα να φτιάχνω με καλαμιά μονός μου ένοιωθα, και περηφάνεια.. Έφτιαχνα πρώτα τον σκελετό αφού τα έκανα στο πάχος που έπρεπε τα έδενα και μετά  έφτιαχνα "παραθυράκια".....τρίγωνο"..."παστέλι"....και το πιο όμορφο από όλα αλλά και το πιο δύσκολο ήτανε το "αστέρι"

Τα ζύγια ήτανε το αδύνατο σημείο μου αλλά τα κουτσοβόλευα εκεί και έφτιαχνα ωραίες θιαμπουλες. Αυτά από μικρό παιδί. Ππριν καμμιά 25αεια χρόνια (χτες δηλαδή σα να λεμέ) έκατσα να φτιάξω ένα αστέρι σε χρώματα της ομάδας μου πράσινο και άσπρο να πάμε Καθαρά Δευτέρα στην θάλασσα μερικοί μαντράχαλοί να τον πετάξουμε.

Έτσι λοιπόν πήρα καλαμιά τα έξυσα με προσοχή έφτιαξα έναν γερό σκελετό έκανα το σχέδιο της έφτιαξα και ουρά και "σκουλαρίκια" με σιρίτια γύρω γύρω ήτανε πανέμορφη. Τόσο που την έβγαλα Μπριτζιτ. (Μπαρντο ντε)

Τότε μου λέει ένας φίλος ο Γιανναρας "δε φτιάχνεις και μια για μένα ρε συ ; Έτσι όπως να ναι πρόχειρη να μην κάθουμε με σταυρωμένα χερια ;" Εγώ βαριόμουνα όμως αλλά τελικά με κατάφερε και έφτιαξα τον "Μητσο". δηλαδή έναν κοντό άσχημο αετό με ασύμμετρα καλαμιά του μπουμπούνισα και ένα χαρτί ούτε σχέδιο ούτε τίποτα. Ισα ίσα για να γελάσουμε. λεμέ όλοι έχει να πέσει πολύ γέλιο με τον "Μητσο". Εγώ βέβαια είχα ερωτευτεί την "Μπριτζιτ" μιλάμε για μια πανέμορφη θιαμπουλα, πρασινοασπρο αστέρι

Το βραδύ που ήθελα να κοιμηθώ τα έβαλα απέναντι μου και θαύμαζα το έργο μου αλλά με τον "Μητσο" γέλαγα

Το πρωί πήγαμε με την παρέα στην θάλασσα και εγινε το απίστευτο. ο "Μητσος" να πηγαίνει ψηλά πολύ ψηλά στον ουρανό και η δόλια η Μπριτζιτ με το ζόρι στεκότανε λίγα μέτρα. Ο κακάσχημος "Μήτσος" δεν καταλάβαινε τίποτα. Ντουφέκι, πολύ ψηλά. Γελάσαμε μεν αλλά αντίθετα από ότι πιστεύαμε.

Σε μια στιγμή βλέπουμε έκπληκτοι τον "Μήτσο" να παίρνει ύψος καινά πηγαινει πίσω από την Μπριτζιτ. Απλώνει τα δυο του σκουλαρίκια "αγκαλιάζει" την Μπριτζιτ και πετάνε μαζί ψηλά κάνοντας μάλιστα κάποιες χορευτικές φιγούρες. Έχουμε ανοίξει όλοι τον στόμα μας και κοιτάμε σαν χαζοί.

Κάποια στιγμή ενώ ήτανε μαζί "αγκαλιά" εκεί ψηλά, σπανέ τα σχοινιά και φεύγουνε μακριά. ήτανε η στιγμή που ξύπνησα και κατάλαβα οτι όνειρο ήτανε βλέποντας απέναντι μου το θρυλικό ζεύγος. γελασα ανακουφισμένος γιατί λέω, τόσο κόπο έκανα.

Την άλλη μέρα το πρωί ήρθανε οι φίλοι πήγαμε στην θάλασσα αλλά εκεί πραγματικά ο κακάσχημος Μήτσος πετούσε και η λειντι Μπριτζιτ αγκομαχούσε. Την κατέβασα της έβγαλα δυο κομμάτια απο την ουρά της και ...ναι τώρα πηγαίνανε μαζί με τον κακοχαμπαρο το Μήτσο αγκαλιά σχεδον. τα "σκουλαρίκια" τους δίπλα  δίπλα σαν να ήτανε πιασμένοι χέρι χέρι τα άτιμα. ήμουνα πολύ περήφανος για τα δυο "πιτσουνάκια" και δεν πρόκειται να ξεχάσω πότε αυτήν την εικόνα.

Ξαφνικά σηκώνει δυνατό αέρα και μου σπάει το σχοινί της Μπριτζιτ. αυτή παίρνει ύψος και αρχίζει να ξεμακραίνει. τότε λοιπόν βγάζω έναν αναπτήρα και καίω και το σχοινί του Μήτσου. ο Γιάνναρας μου λέει ..."μουρλάθηκες ρε ; Επειδή σου έκοψε το δικό σου σχοινί ο αέρας καις εσύ το δικό μου ?"

Του λέω "κοιτά εκεί ρε συ"

Γυρίζει και βλέπει τον Μητσο και την Μπριζιτ να πετάνε σχεδόν αγκαλιά με τα "σκουλαρίκια" τους ενωμένα και πιασμένα χέρι- χέρι και λέω στον Γιαννάρα.

" Αστούς ρε συ. δεν τους βλέπεις ; Αυτοι γεννηθήκανε ρε για να είναι πάντα μαζί πάμε να φάμε με του άλλους τώρα κάνα καλαμαράκι καμμιά ταραμοσαλάτα γιατί με έχει κόψει πείνα...’’

καθώς ξεμακραίναμε σαν να μου φάνηκε να είδα τον Μητσαρα με την Μπριτζιτ να μας χαιρετάνε και να μας εύχονται καλή όρεξη.


Τάκης Θηβαίος


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Κυριακάτικο πρωινό - Αποστόλου Φρόσω.

                            Κυριακάτικο πρωινό

Το φως πάλευε να τρυπώσει στο χώρο πίσω από τις βαριές κουρτίνες.Μια ηλιαχτίδα τα κατάφερε και εστίασε στα σφραγισμένα μάτια του.Εκείνα νυσταγμένα άνοιξαν αργά.Κοίταξε πλάι του.Εκείνη κοιμόταν μπρούμυτα σκεπασμένη με την κουβέρτα ως τη μέση κι από πάνω η πλάτη της γυμνή έδινε στα μάτια του δικαίωμα να την χαιδέυουν.Τα μαύρα σπαστά μαλλιά έπεφταν στους ώμους και στο μαξιλάρι κι εκείνος σκεφτόταν πως η εικόνα αυτή ήταν ανεκτίμητη, ένας ακόμη λόγος για να νιώθει ζωντανός.
Πλησίασε το πρόσωπό του στο κεφάλι της και το φίλησε αργά και απαλά.Η μυρωδιά από τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της ήταν απολαυστική.Χαμογέλασε στη θύμηση του χθεσινοβραδινού μπάνιου.Είχαν και οι δυο ρεπό το Σαββατοκύριακο και όπως κάθε βδομάδα το περνούσαν μαζί.Κάθισαν στον καναπέ του σαλονιού κι αφού έφαγαν κάτι πρόχειρο απόλαυσαν το αγαπημένο τους κρασί συζητώντας διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν το τελευταίο διάστημα.Κι ύστερα από ώρα τα κορμιά τους χαλάρωσαν και αναζήτησαν το ένα το άλλο.
«Νομίζω πως ζαλίζομαι.»του είπε και γέλασε.Κι αυτός την πήρε απαλά στα χέρια του και την πήγε στην κρεβατοκάμαρα.Την ξάπλωσε στο κρεβάτι κι εκεί,μια νύχτα του Σαββάτου απόλαυσε το ζαλισμένο της κορμί που ζεστό τον έκλεινε στην αγκαλιά του.Κι ύστερα που ο πόθος καταλάγιασε και ο έρωτας ζητούσε να ξεδιψάσει την πήρε ξανά στα χέρια του και την πήγε στο μπάνιο.Την έβαλε να καθίσει στη μπανιέρα και μπήκε κι εκείνος μαζί της.Της έλουσε τα μακριά μαλλιά της ενώ εκείνη είχε ξεκαρδιστεί με τις αδέξιες κινήσεις του.
Τώρα είχε ξημερώσει η Κυριακή.Είχαν άλλη μια μέρα ελεύθερη για να χαρούν ο ένας τον άλλο πριν γυρίσουν και πάλι στις υποχρεώσεις τους.Δεν ήθελε να χαλάσει την εικόνα αυτή όμως ήθελε να την ξυπνήσει.Κι όταν κατάφερε τελικά να ανοίξει τα μάτια της της είπε: «Είσαι έτοιμη για μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα;»
«Καφές θα υπάρχει;»
«Αυτό θεωρείται αυτονόητο.»
«Είμαι πανέτοιμη τότε.»
Ντύθηκαν ζεστά γιατί αν και μέσα Απρίλη τα πρωινά ήταν κρύα.Το χέρι της έσφιγγε το δικό του με λατρεία.Το δικό του…Που κρατούσε τις λαβές από το αναπηρικό αμαξίδιό της και το έσπρωχνε σε κάθε βήμα του.Κι ο ήλιος όλο και ανέβαινε ψηλότερα εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό κι ήταν λες και χαμογελούσε με ευγνωμοσύνη που ακόμη υπήρχαν τόσο δυνατές αγάπες στον ψεύτικο αυτό κόσμο…
                      
Αποστόλου Ευφρασία


Η συγγραφέας Φρόσω Αποστόλου παρουσιάζει τις ΚΡΥΦΕΣ ΑΝΑΣΕΣ.

Η ιστορία μας ξεκινά σε ένα χωριό της Μάνης ,σε μια εποχή μακρινή ,λίγο πριν το μεγάλο πόλεμο .Η Παναγιώτα ζει με τους γονείς της και τους έξι αδερφούς της παραγκωνισμένη ,παραμελημένη σαν ένα βάρος για ‘κεινους. Και ο λόγος; Το φύλο της…Η Παναγιώτα είναι γένους θηλυκού και φαίνεται πως αυτό αποτελεί σφάλμα μεγάλο. Ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνει θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην παιδική και εφηβική της ηλικία αλλά και στη μετέπειτα ζωή της. Η αφάνεια στην οποία την ανάγκασαν να ζει την κυνηγά σα τον κακό της δαίμονα.
Διαβάζοντας το βιβλίο και συζητώντας με την Κατερίνα η καταγωγή της οποίας είναι από τη Μάνη ,συνειδητοποίησα πως τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται της προκαλούν θλίψη ,πίκρα γιατί όπως χαρακτηριστικά που είπε «τα πράγματα ακόμη παραμένουν ίδια σ ’εκείνα τα μέρη.» Νιώθω λοιπόν πως με τις «Κρυφές ανάσες» θέλει να βγάλει από μέσα της κάτι που την ενοχλεί ,σκέψεις που έκαναν καιρό κατάληψη στο νου της ,λόγια που ήθελε να τα φωνάξει! Θίγει λοιπόν το ζήτημα της ανθρώπινης ελευθερίας και πως ο καθένας από εμάς την αντιλαμβάνεται ανάλογα με την οικογένεια στην οποία μεγάλωσε.
Η Παναγιώτα ,μεγαλώνει ,φτιάχνει τη δική της οικογένεια και τότε συνεχίζει αυτό που άρχισαν οι γονείς της .Απομονώνει την κόρη της και της επιστρέφει τη συμπεριφορά την οποία η ίδια έλαβε σαν παιδί .Ασυνείδητα ή συνειδητά; Τι είναι αυτό που οδηγεί ένα γονιό να επαναλάβει τα σφάλματα με τα οποία τον φόρτωσαν οι δικοί του γονείς; Γιατί ενώ υπέφερε με τον τρόπο που τον μεγάλωσαν επιλέγει τον ίδιο για το παιδί του;
Η συγγραφέας περιγράφει τη σκληρότητα που δέχεται η Σεβαστή από τον πιο σημαντικό άνθρωπο στη ζωή ενός παιδιού, και ιδιαίτερα ενός κοριτσιού ,τη μάνα.Καμιά τρυφερότητα .Κανένα χάδι .Ούτε μια καλή κουβέντα…Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τα χιλιάδες «γιατί» της Σεβαστής .Κι έπειτα μια λέξη τη στοιχειώνει σαν κακός εφιάλτης. Η μάνα της έχει το στίγμα. Ποιο στίγμα; Για ποιο πράγμα μιλούν και ποια είναι η δική της ευθύνη σε όλα αυτά; Ποιο τίμημα άραγε πληρώνει; Ποια μυστικά κρύβει η οικογένεια της μητέρας της;
Οι απορίες αυτές λύνονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου .Η Κατερίνα Σωπύλη μας ταξιδεύει στη Μάνη μιας άλλης εποχής και μας καθιστά θεατές μιας πολύπλοκης κατάστασης όπου οι αθώοι της ιστορίας ζητούν λύτρωση από το Γολγοθά στον οποίο τους υπέβαλλαν. Με γλώσσα απλή και συνάμα περιγραφική τόσο όσο χρειάζεται μας δίνει την αίσθηση πως βρισκόμαστε πλάι στους ήρωές της καταπιάνεται με θέματα που καίνε την ελληνική κοινωνία. Άνθρωποι που βρίσκονται στο περιθώριο λόγω του φύλου τους ή κάποιας φήμης ,άνθρωποι που παίρνουν ανάσες κρυφές μη τυχόν ακουστούν και γίνει αντιληπτή η ύπαρξή τους από αυτούς που τους κατέστησαν αόρατους.
Οι ανατροπές που διαδέχονται η μία την άλλη κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον ωθούν ν’ αναρωτηθεί που βαδίζουν οι ήρωες και που θα καταλήξουν τελικά; Το λεξιλόγιο είναι πλούσιο και η διάλεκτος απόλυτα συνυφασμένη με το χρόνο και τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου με διαδέχτηκαν πολλά συναισθήματα .Συμπόνια, χαρά ,θλίψη ,αγωνία ,θυμός. Κι είναι νομίζω λογικό να τα νιώθει κανείς όλα αυτά διαβάζοντας γι ’ανθρώπους που αδικήθηκαν κι έχασαν χρόνια από τη ζωή τους ,στιγμές ,χαρές για σφάλματα ξένα. Σ ’ένα μικρό απόσπασμα η συγγραφέας γράφει: «Τι φρίκη να ζεις για χρόνια μέσα στα χιλιάδες ψέματα κάποιων που καταστρέφουν ζωές, και όχι μόνο την δική τους αλλά και των παιδιών του.»
Στο βιβλίο μας δίνεται το ψυχολογικό προφίλ των ηρώων με περίτεχνο τρόπο με έμφαση κατά τη γνώμη μου στην ψυχή των παιδιών που μεγαλώνουν μέσα σε ένα περιβάλλον δύστροπο ,παράξενο που τους είναι αδύνατο να κατανοήσουν και να δικαιολογήσουν. Κι εκτός αυτού αντικρίζουμε όλα τα πρέπει και τα μη που αντιμετωπίζουν τα παιδιά της επαρχίας.  Μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής που για όλους εμάς είναι ίσως δεδομένες οι ήρωες μας δε κατάφεραν να τις γευτούν γιατί ήταν λες κι ένα αόρατο χέρι πάντα έκοβε το νήμα που τους έδενε με την ζωή εκεί έξω ,σαν μια κατάρα βαριά να τους ακολουθούσε. Κάπου όμως μέσα σε όλα αυτά ίσως να υπάρχει μια ακτίνα φωτός να πιαστούν για να καταφέρουν να επιβιώσουν κι αυτή δεν είναι άλλη από την αγάπη…Το αξίζουν άλλωστε έπειτα από τόση απόγνωση ,έπειτα από όλα όσα στερήθηκαν ,από τα ψυχικά τραύματα που τους σημάδεψαν για πάντα.


Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Ο Θεός άργησε πολύ… 
Εκδόσεις Οστρια


Σοφία Κραββαρίτη, μια νέα πένα στον χώρο που είμαι σίγουρη ότι ήρθε για να μείνει. Με την καταιγιστική της γραφή μας αφηγείται την ιστορία του Άρη και της Μαργαρίτας. Δυο έφηβοι που γνωρίζουν την αγάπη και αφήνονται σε αυτήν. Σε ένα μονοπάτι σπαρμένο με ροδοπέταλα και αγάπη. Μια αγάπη που χτίζεται μέρα με την μέρα και μεταμορφώνεται σε μια μεγάλη χίμαιρα .
Συνήθως οι μεγάλες μας στιγμές είναι εκείνες που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε στο μοτίβο που λέγεται ζωή. Έτσι και η Μαργαρίτα ερωτεύεται με όλο της το είναι τον Άρη και εκείνος το ίδιο μα….
Οι οικογενειακές σχέσεις και τα μυστικά αυτών δεν αφήνουν να ανθίσει αυτό του πανέμορφο μπουμπούκι και τα αποτελέσματα καταρρακώνουν τις δυο ψυχές.
Η Σοφία Κραββαρίτη πλάθει την αγάπη με τέτοιο τρόπο που την ανεβάζει στα ουράνια και ύστερα την κατακρημνίζει  στην άβυσσο της λύπης. Ένας αγώνας μεταξύ αναμνήσεων και μιας προσπάθειας για νέα ζωή, νέες εμπειρίες που κάνουν την Μαργαρίτα να οδηγηθεί σε πράξεις, άλλοτε ενθουσιώδης και τολμηρές και άλλοτε λαθεμένες και ανούσιες, με γνώμονα πάντα την αγάπη….
Σε όλο της αυτό το ταξίδι οι γονείς και η οικογένεια μοιάζουν άφαντοι. Η Μαργαρίτα βρίσκει καταφύγιο στα χέρια του ΘΕΟΥ μέσω των διδαχών του αγαπημένου της ιερέα. Ίσως του δεύτερου πατέρα της….
Το βιβλίο είναι ένα τέλειο ψυχογράφημα. Η συγγραφέας υφαίνει ένα πανέμορφο υφαντό γεμάτο χρώμα. Ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες. Θαρρείς ότι τα μέρη που περιγράφει τα έχεις επισκεφτεί. Μπαίνεις μέσα στην γραφή της και αφουγκράζεσαι τον άνεμο, την μουσική τις μυρωδιές.
Ένα βιβλίο που προτείνω ανεπιφύλακτα. Μια συγγραφέας νέα που είμαι σίγουρη έχει να μας δώσει πολλά ακόμα.
Κατερίνα Σωπύλη 


Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Μπλε... Γραμμή... Σμαραγδή Μητροπούλου

ΜΠΛΕ ΓΡΑΜΜΗ
Σμαραγδή Μητροπούλου

Πρωινό Σαββάτου, σχεδόν 7. Πιστός στην προσφιλή του συνήθεια, ο Πέτρος σηκώθηκε νωρίς. Στην κουζίνα τον περίμενε ήδη αχνιστός αχνιστός, μαζί με ένα πιατάκι φρέσκα κουλουράκια, ο καφές που του είχε φτιάξει η κυρα-Ασημίνα, η γυναίκα που ερχόταν κι έκανε την καθαριότητα στο σπίτι.
Τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο κι άρχισε να πίνει τον καφέ του με αργές γουλιές, παρατηρώντας την ανατολή του ήλιου.  ΄Εξω στο κηπάκι, ήδη η κυρα-Ασημίνα μάζευε με τη σκούπα κι έριχνε μέσα σε μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών τα κίτρινα φύλλα από τα δέντρα. Της έγνεψε με το χέρι, λέγοντας «καλημέρα» κι ύστερα, άφησε το φλιτζάνι στην άκρη και, δαγκώνοντας αργά ένα κουλουράκι, άνοιξε το πακέτο που του είχε φέρει την προηγούμενη μέρα ο ταχυδρόμος. 
Ξεφύλλισε με αργές κινήσεις τις σελίδες του περιοδικού, χαμογέλασε αχνά, όταν είδε το άρθρο του και το άφησε στην άκρη.
  Τι μου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό; αναρωτήθηκε.
Τίναξε το κεφάλι του, σαν να ήθελε να το απαλλάξει από οιαδήποτε σκέψη. Σε λίγο θα τέλειωνε το πρωινό του, θα πήγαινε μέχρι την Αποκάλυψη να συζητήσει με τον πατέρα- Θεοφάνη για την αυριανή λειτουργία και ύστερα θα επέστρεφε στο σπίτι για να κλειστεί στο γραφείο του, να συγγράψει και να μελετήσει.  Το απογευματάκι ίσως να έκανε τον περίπατό του. Γιατί ο Πέτρος απολάμβανε ιδιαίτερα τους μοναχικούς περιπάτους στη φύση μέσα από μονοπάτια ξεχασμένα απ’ το χρόνο.
Eκείνο που τον τραβούσε ιδιαίτερα, ήταν μια πολύ ξεχωριστή τοποθεσία έξω από τη Σκάλα, γεμάτη ουρανό και θάλασσα, ενώ ένα μικρό, λιγάκι απότομο στενό, πίσω από ένα σπιτάκι, που τον περισσότερο καιρό παρέμενε κλειστό, οδηγούσε σε μία μικρή απομονωμένη πλαζ.  Εκεί στεκόταν και θαύμαζε το τοπίο κι όταν ο καιρός ήταν καλός κατέβαινε το μονοπάτι και  καθόταν στην άμμο ακολουθώντας με το βλέμμα τη γραμμή της θάλασσας...κι ήταν ένα χρώμα βαθύ μπλε…..
Δεν ήταν βέβαια ο μόνος που ένιωθε συνδεδεμένος με το μέρος αυτό.
Εκεί πήγαινε συχνά και ο Μάνος, έστηνε το καβαλέτο του και αποτύπωνε με χρώματα, άλλοτε τη θάλασσα (ήρεμη ή φουρτουνιασμένη) κι άλλοτε τη λεπτομέρεια ενός μικρού λουλουδιού κρυμμένου μέσα στα χορτάρια.
Ο Πέτρος χαμογέλασε στη σκέψη του νεαρού που δάμαζε τα άπειρα χρώματα με το πινέλο του  και τις βυζαντινές μελωδίες με τη φωνή του. Τις Κυριακές έψελναν δίπλα δίπλα στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης…. 
«Τι θες να σου φτιάξω για το μεσημέρι, κυρ-Πέτρο μου;» η φωνή της κυρα-Ασημίνας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ε;» έκανε.
«Τι να σου φτιάξω για το μεσημέρι;» ξαναρώτησε η γυναίκα.
«Χμ……ό,τι καλύτερο νομίζεις εσύ…..», είπε ο Πέτρος, ενώ στο μυαλό του τριβέλιζαν διάφορες σκέψεις.
Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του και το έχωσε στην τσέπη του….
Ένας ζεστός φθινοπωρινός ήλιος (κι ας ήταν σχεδόν τέλη Νοέμβρη) τον υποδέχτηκε, καθώς βγήκε απ’ το σπίτι.  Θα’ θελε πάρα πολύ να κάνει τη διαδρομή μέχρι το σπήλαιο της Αποκάλυψης με τα πόδια, όμως δεν ήθελε ν’ αφήσει τον πατέρα-Θεοφάνη να περιμένει….

Καθώς βάδιζε προς τη στάση του λεωφορείου, το βήμα του κόντυνε λίγα μόλις μέτρα έξω από το ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ, το μαγαζί με τις αντίκες και τα έργα τέχνης, που βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της μικρής πλατείας.
Με το πρόσωπο σχεδόν κολλημένο στο τζάμι, να παρατηρεί τη θαλασσογραφία που δέσποζε στη βιτρίνα, ο Μάνος απορροφημένος στο δικό του κόσμο. Και δίπλα του…εκείνη…!! Η Ανθή….!! Να του μιλά χαμογελαστή….
**********

Η Ανθή….
Όλα ξεκίνησαν τρεις μήνες πριν.
Απόγευμα Κυριακής ήταν, η τελευταία των διακοπών, μιας και τη Δευτέρα άνοιγαν τα σχολεία, κι ο Πέτρος είπε να επισκεφθεί και πάλι την «περιοχή του παραδείσου», όπως την ονόμαζε.
Είχε φτάσει σχεδόν στα μισά του μονοπατιού, όταν είδε ένα γυναικείο, ημίγυμνο σώμα να ξεπροβάλει κατά διαστήματα μέσα από το νερό.  Οι κινήσεις της ήταν ρυθμικές, σχεδόν χορευτικές, καθώς κολυμπούσε κατά μήκος της ακτής.
Ο Πέτρος ξεροκατάπιε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, νομίζοντας πως μάλλον ονειρευόταν. Σίγουρα ήταν κάτι σαν αντικατοπτρισμός που θα διαλυόταν, καθώς ο ήλιος έγερνε στη δύση του.
Ξανάνοιξε τα μάτια του και την είδε να τυλίγεται με ένα λευκό μπουρνούζι, ενώ με μια χτένα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει και να χτενίσει τα μαλλιά της.
Ύστερα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε ν’ ανέβει στο μονοπάτι. Ίσα που πρόλαβε ο Πέτρος να οπισθοχωρήσει και να φύγει, προτού εκείνη τον αντιληφθεί.
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Στο μυαλό του, μα και στο σώμα του, ήταν έντονη η εικόνα της…..
Πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, όταν την επόμενη μέρα, που θα γινόταν κι ο αγιασμός, ο σχολάρχης τους παρουσίασε τη νέα τους συνάδελφο. Δεν ήταν άλλη από την υπέροχη οπτασία που είχε δει μόλις την προηγούμενη μέρα στο ακροθαλάσσι.
Την Ανθή!!!.
**********
«Είμαι σίγουρη, Μάνο, πως οι δικοί σου πίνακες είναι πολύ ανώτεροι από το έργο αυτό που με τόσο θαυμασμό παρατηρείς….», έλεγε εκείνη τη στιγμή η Ανθή.
Ο Μάνος κοκκίνισε ελαφρά.
«Σας…σας ευχαριστώ!...» είπε κοιτάζοντάς την κατάματα, ενώ ο νους του ταξίδευε.
**********
Κρατώντας προσεκτικά το πινέλο, ο Μάνος παρατήρησε για λίγο τη λευκή γαρδένια και μετά άρχισε να την αποτυπώνει προσεκτικά στο καβαλέτο του.   Εδώ και λίγες εβδομάδες το μικρό σπιτάκι πάνω απ’ τα βράχια, με τη συγκλονιστική θέα στη θάλασσα, είχε αρχίσει να αποκτά ζωή… Φρεσκοβαμμένο, περιποιημένο, ο κήπος ξεχορταριασμένος και γεμάτος γλάστρες με διάφορα άνθη, με τις γαρδένιες να κυριαρχούν.
Σίγουρα θα πρόκειται για κάποια μοναχική, ρομαντική ψυχή, συλλογίστηκε, ενώ ζωγράφιζε.
Το βλέμμα του σκιάστηκε για λίγο. Σε μια βδομάδα θα ξανάρχιζε το σχολείο, έτσι δεν θα’ χε πια τόσο ελεύθερο χρόνο να εμπνέεται και να ζωγραφίζει. Κάποιον τρόπο όμως θα’ βρισκε, χωρίς να παραμελεί τα
 μαθήματά του….
Ο θόρυβος της πόρτας του σπιτιού που άνοιγε, του απέσπασε την προσοχή.
Μια νεαρή γυναίκα, βγήκε στον κήπο, πήρε ένα ποτιστήρι, το γέμισε νερό απ’ τη βρύση κι άρχισε να ποτίζει προσεκτικά τις γλάστρες με τα λουλούδια, τραγουδώντας ένα παλιό, νοσταλγικό  τραγούδι που μιλούσε για αγάπες χαμένες και μαραμένες…..
Ο Μάνος άφησε το πινέλο στο πλάι.
Πόσο υπέροχα τραγουδά, σκέφτηκε και χειροκρότησε αυθόρμητα.
Η γυναίκα του χαμογέλασε- τι γλυκό χαμόγελο, τι όμορφα μάτια…προπάντων τα μάτια, ξανασκέφτηκε ο Μάνος-κι αυθόρμητα έκοψε μια γαρδένια και του την έδωσε.
Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκε με νανούρισμα τη φωνή και το τραγούδι της.
Και τι έκπληξη ένιωσε όταν, μια βδομάδα μετά, η γυναίκα με τη γαρδένια, όπως την ονομάτιζε μιας και δεν ήξερε καν πώς την έλεγαν, μπήκε στην τάξη του, τη Β΄ Λυκείου! Θα έκαναν μαζί το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Και το όνομά της; Ανθή!!
Όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, πρόσεξε ότι στο χέρι της φορούσε ένα ασημένιο δακτυλίδι με λευκές πέτρες σε σχήμα γαρδένιας.

                                                             

«Μάνο, καλημέρα!» Κοφτή η φωνή του Πέτρου, τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Καλημέρα, δάσκαλε!»
«Τι ευχάριστη έκπληξη, αγαπητή Ανθή», ξανάπε ο Πέτρος, απευθυνόμενος στη συνάδελφό του.  «Τι πιο φυσικό να σας δω και τους δυο στο ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ».
«Υποθέτω βέβαια πως η συνάντησή σας ήταν τυχαία, έτσι;» πρόσθεσε –δήθεν αστειευόμενος.
«Να…εγώ…εμείς…δηλαδή….», ο Μάνος κόμπιασε.
Λίγο ακόμα και θα την έπαιρνες αγκαλιά, μικρέ ανόητε, σκέφτηκε ο Πέτρος. Λες και δεν μπορώ να διαβάσω το βλέμμα σου, νομίζεις….
«Θέλω να αγοράσω μερικά διακοσμητικά για το σπίτι…», είπε η Ανθή
«Κι εγώ…μερικά καινούργια χρώματα….να φτιάξω μια θαλασσογραφία σαν αυτή…σαν αυτή εδώ…», είπε κι ο Μάνος, δείχνοντας προς το μέρος της βιτρίνας.
Μια θάλασσα ακίνητη εντελώς….μια μπλε γραμμή ολόιση…δίχως κυματάκια….δίχως παφλασμούς….σαν μια ζωή γραμμική…ρηχή και μουντή, συλλογίστηκε η Ανθή.
 «Εσύ θα φτιάξεις πολύ πιο όμορφα πράγματα….….έχεις το χάρισμα….», είπε στον Μάνο, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του.
Κι εσύ….κι εσύ έχεις το χάρισμα Ανθή….να…. η καρδιά του Πέτρου άρχισε να χτυπά άτακτα.
«Πηγαίνω στον πατέρα-Θεοφάνη. Μιας και σε βρήκα, καλό θα’ ταν να’ ρθεις κι εσύ μαζί μου, Μάνο!» είπε.
«Μα….»
«Πρέπει να συνεννοηθούμε για κάποια θέματα που αφορούν αύριο τη χορωδία», επέμεινε ο Πέτρος και τον τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο. «Δε θα μας πάρει πολύ. Μετά θα’ σαι ελεύθερος……»
Η Ανθή έκανε νόημα στο Μάνο σαν να του έλεγε ότι έπρεπε να υπακούσει. Ύστερα χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και μπήκε στο μαγαζί.
«Θα’ θελα…θα’ θελα να ‘ σαι πιο προσεκτικός….», είπε σιγανά, μα αυστηρά, ο Πέτρος στον νεαρό.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Προτού ακολουθήσει το δάσκαλό του γύρισε κι έριξε μια ματιά στη θάλασσα. Ακούστηκε ο απαλός ήχος που έκανε το κυματάκι καθώς έσκασε στην ακτή. Το χρώμα….βαθύ μπλε.